ἐπιπετασθέν

ἐπιπετασθέν
ἐπιπετάννυμι
spread over
aor part pass neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιπέτομαι — ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) [πέτομαι] πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν. β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.) αρχ. 1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.) 2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”